πρωτοφυλακή

πρωτοφυλακή
η, Ν
στρ. τμήμα εμπροσθοφυλακής στο οποίο έχει ανατεθεί η πρώτη άμυνα στρατεύματος που βρίσκεται σε στάση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)-* + φυλακή. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Ἑλληνογαλλικον Λεξικόν τού Σκαρλ. Βυζαντίου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”